ἐπικτήσῃ

ἐπικτήσῃ
ἐπικτήσηι , ἐπίκτησις
further acquisition
fem dat sg (epic)
ἐπικτάομαι
gain
aor subj mp 2nd sg (attic ionic)
ἐπικτάομαι
gain
fut ind mp 2nd sg (attic ionic)
ἐπικτάομαι
gain
aor subj mid 2nd sg
ἐπικτάομαι
gain
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίκτηση — η (AM έπίκτησις) [κτώμαι] νεοελλ. ιδιότητα φυτικών κυττάρων να απορροφούν ηλεκτροθετικά ιόντα (κάλλιο κ.λπ.) ακόμη και όταν τά περιέχουν σε μεγαλύτερη ποσότητα απ’ όση στο εξωτερικό περιβάλλον αρχ. μσν. πρόσθετο κέρδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”